ζωγρήσῃ

ζωγρήσῃ
ζωγρέω
take
aor subj mid 2nd sg
ζωγρέω
take
aor subj act 3rd sg
ζωγρέω
take
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζώγρηση — η [ζωγρώ] η σύλληψη κάποιου ζωντανού, η αιχμαλώτιση του …   Dictionary of Greek

  • ζωγρητικός — ζωγρητικός, ή, όν (Μ) [ζωγρώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζώγρηση, ο επιτήδειος στη σύλληψη ζωντανών άγριων ζώων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”